- φωνώ
- -έω, και πωνίω Α [φωνή]1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότηταβ) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.)γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ' ὦ γυναῑκες», Σοφ.)3. (για αοιδό) ψάλλω, τραγουδώ4. (για ζώο) κράζω5. (για πετεινό) λαλώ («πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι», ΚΔ)6. (για μουσικό όργανο) ηχώ7. κάνω κρότο8. (με αιτ. προσ.) α) απευθύνομαι με λόγια σε κάποιον («καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα», Ομ. Ιλ.)β) προσκαλώ κάποιον9. (με δοτ. προσ.) φωνάζω κάποιον («Ζεῡ ἄνα, σοὶ φωνῶ», Σοφ.)10. φωνάζω κάποιον με το όνομά του, καλώ ονομαστικά («Αἴαντα φωνῶ», Σοφ.)11. αποκαλώ κάποιον με ένα όνομα, ονομάζω («ὑμεῖς φωνεῖτε με, ὁ διδάσκαλος», ΚΔ)12. (με αιτ. προσ. και απρμφ.) διατάζω («σὲ φωνῶ τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μὴ συγκομίζειν», Σοφ.)13. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω («ἄλλας τ' ἐφώνει προσβολὰς Ἐρινύων», Αισχύλ.)14. προφέρω μια λέξη («τὰ παιδία... βεκὸς ἐφώνεον», Ηρόδ.)15. (ως νομ. όρος) δηλώνω υπεύθυνα ή καταθέτω ένορκη βεβαίωση16. (για βουλευτή) αναφωνώ17. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ φωνοῡνταγραμμ. τα φωνήεντα.
Dictionary of Greek. 2013.